- ἄκροι
- ἄκροςat the farthest pointmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
φωκομελία — η, Ν ιατρ. διαμαρτία διάπλασης ή υποπλασία τών άκρων οστών ενός ή περισσότερων άκρων τού σώματος, με αποτέλεσμα οι άκρες χείρες ή οι άκροι πόδες, που έχουν διαπλαστεί σχετικώς φυσιολογικά, να εκφύονται απευθείας από τον κορμό, όπως τα πτερύγια… … Dictionary of Greek
Μαρτίνεθ ντε λα Ρόσα, Φρανθίσκο — (Francisco Martinez de la Rosa, Γρανάδα 1789 – 1862). Ισπανός λόγιος και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Γρανάδας. Όταν η χώρα του αγωνιζόταν εναντίον του Ναπολέοντα, εκείνος μετέβη στην Αγγλία για να ζητήσει βοήθεια υπέρ των αγωνιστών.… … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο: Εκείνος, όπως είπαν, ήταν ο άκρος σταθμός του σιδηροδρόμου. 2. αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό: Επικρατούσε άκρα σιωπή. 3. υπερβολικός: Αυτοί ως χτες ήταν άκροι φίλοι (βλ. και άκρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)